ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Μουσείο; Και ναι και όχι.

Ναι, γιατί περικλείει ένα κομμάτι ιστορίας, την ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο έως τώρα. Όχι, γιατί τα έργα που δείχνει, στη μεγάλη πλειονότητά τους, ανήκουν σε καλλιτέχνες ζωντανούς, που δεν έχουν ακόμη πει την τελευταία τους λέξη για να έχουν καταλήξει σε μουσείο.

Μάλλον, νομίζουμε, θα ήταν προτιμότερο να λεγόταν σχολείο. Σχολείο υπό πολλές έννοιες. Πρώτον γιατί εδώ μπορεί ο καθένας να πάρει ένα μάθημα φιλοπατρίας. Φιλοπατρίας αληθινής, έμπρακτης, που δεν συνοδεύεται από ρητορικές κορώνες, ούτε έχει ανάγκη τον δημόσιο έπαινο για να δικαιωθεί. Αρκεί απλώς να μάθει πώς ο δημιουργός του ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας (δεύτερη, πλαγίας μορφής, διδαχή το ότι όσοι υπηρετούν τον Κερδώο Ερμή δεν είναι κατ’ ανάγκη και εχθροί του πνεύματος), ότι η πραγματοποίηση αυτού του ονείρου του στοίχισε ό,τι θα στοίχιζε μια καλοστημένη και επικερδής βιομηχανία (αίρεται και εδώ η πλάνη πως τα κίνητρα σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι πάντοτε ιδιοτελή), ή αν θέλετε, μια έπαυλη παραμυθένιας χλιδής. Και ακόμη, το πιο σημαντικό, ότι το θαυμάσιο τούτο κτίσμα, μαζί με το περιεχόμενό του, έχει δοθεί στο Έθνος και έχει γίνει κτήμα του κοινωνικού συνόλου.

Σχολείο όμως είναι και για άλλο λόγο. Γιατί από την ημέρα που άνοιξε και για ένας Θεός ξέρει πόσα χρόνια, θα είναι το μόνο μέρος όπου ένας μαθητής, ένας σπουδαστής, ένας φιλότεχνος, ένας οποιοσδήποτε που ενδιαφέρεται να μάθει μερικά πράγματα για την τέχνη του τόπου μας, θα μπορεί να βλέπει συγκεντρωμένα, μέσα στο κατάλληλο περιβάλλον, τα αχνάρια που άφησε και αφήνει η εποχή μας πάνω στον καμβά, στο ξύλο, στο μάρμαρο, στο σίδερο, στην πέτρα, όπου ο καλλιτέχνης βρίσκει την ύλη που του ταιριάζει για να εκφράζει πάνω εκεί τους πόθους του, τα αισθήματά του, τις αγωνίες του, τους φόβους του, και μαζί μ’ αυτά, άλλοτε ευδιάκριτα και άλλοτε όχι, κάποια σημάδια που προμηνύουν μελλοντικές καταστάσεις. Όλα, βέβαια, αυτά, για να τα δει ο επισκέπτης του μουσείου και να τα κάνει δικά του, χρειάζεται να έχει μια στοιχειώδη προπαίδεια, την οποία όμως, δυστυχώς, εδώ στον τόπο μας, δεν του την παρέχει κανείς. Παρ’ όλα αυτά είναι αποδεδειγμένο πως με τις πολλές και συχνές επαφές με τα ίδια τα έργα πετυχαίνουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα με τα διαβάσματα ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προσεγγίσεως, εγκεφαλικό. Κάτι, δηλαδή, ανάλογο μ’ αυτό που συμβαίνει όταν ένας ερωτευμένος δεν ξέρει τη γλώσσα στην οποία μιλά η αγαπημένη του. Όπως στην περίπτωση αυτή η έλξη της επικοινωνίας υποκαθιστά τον λόγο, έτσι ακριβώς κι εδώ η επιθυμία να κατακτήσουμε το νόημα ενός έργου τέχνης, όταν βέβαια είναι ειλικρινής, καλύπτει την άγνοιά μας όσον αφορά τα μέσα που αρθρώνουν την έκφρασή του: το σχέδιο, το χρώμα, τον πλασμό του κ.α. Σε επόμενο στάδιο, όταν η συμβίωση θα έχει προχωρήσει ομαλά, θα βρεθούν και οι λέξεις και τα ονόματα που ανταποκρίνονται στις διάφορες λειτουργίες. Και σε τρίτο, πιο μακρινό, μπορεί ο δεσμός να πάρει ακόμη και… φιλολογικές προεκτάσεις, χωρίς μ’ αυτό να χάσει τη γοητεία της αμεσότητας που είχε πριν.

 

Σ’ αυτούς, τους νυν και τους μέλλοντες ερωτευμένους με την τέχνη, απευθύνεται και το σημείωμα τούτο, όχι για να διαταράξει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία πλέκεται ή πρόκειται να πλεχθεί το ειδύλλιό τους, αλλά για να τους δώσει, απλοποιημένες, μερικές οδηγίες, βγαλμένες από τον ένα και τον μοναδικό κώδικα που διέπει τις σχέσεις μας με το έργο τέχνης. Ας θεωρηθούν μάλιστα αυτές και σαν υποθήκες, αφού προέρχονται από έναν άνθρωπο όμοιο μ’ αυτούς, όχι δηλαδή κριτικό, όχι ιστορικό της τέχνης, ούτε εμπειρογνώμονα, που την εξοικείωσή του μ’ αυτά τα πράγματα τη χρωστά σ’ έναν παρατεταμένο – και αρμονικό θέλει να πιστεύει – δεσμό, που κρατά περίπου σαράντα χρόνια.

Πρώτη, λοιπόν, σύσταση: Μη θελήσουν όλα όσα θα δουν σ’ αυτές τις αίθουσες να τα εξηγήσουν με τη λογική. Ένα σώμα παραμορφωμένο ή ένα τοπίο με αφύσικα χρώματα δεν είναι κάτι που μπορούν να το προσπεράσουν κάνοντας τη σκέψη πως ο δημιουργός του δεν είχε την ικανότητα να το σχεδιάσει ή να το χρωματίσει έτσι όπως το συναντάμε στην πραγματικότητα. Ας θυμηθούν τα κυκλαδικά ειδώλια, τις βυζαντινές εικόνες, τον Γκρέκο, τον Βαν Γκογκ κι ένα σωρό άλλους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Ούτε να αφήσουν να τους παρασύρει το θέμα ή καμιά φορά και ο τίτλος ενός έργου και να νομίσουν ότι μ’ αυτά εξαντλήθηκε η αναζήτησή τους. Γιατί θα πρέπει να ξέρουν ότι το θέμα δεν υπήρξε ποτέ στη ζωγραφική αυτοσκοπός. Σ’ αυτό ο ζωγράφος προσφεύγει όχι για να αναπαραστήσει αλλά για να του δώσει την ερμηνεία – συνθετική, χρωματική, συμβολική, μεταφυσική ή όποια άλλη – θέλει. Μακριά επίσης από διακρίσεις όσον αφορά τις ύλες. Δεν είναι η πολυτιμότητα του υλικού που δίνει αξία σ’ ένα έργο τέχνης. Μπορεί να είναι καμωμένο από ατόφιο χρυσάφι και να μην λέει απολύτως τίποτε, και αντιθέτως να είναι από το πιο φθηνό και ταπεινό μέταλλο και να αξίζει την προσοχή μας. Προκατάληψη δεν δικαιολογείται να έχουμε για κανένα υλικό, είτε αυτό είναι πλεξιγκλάς, είτε παλιά άχρηστα αντικείμενα συναρμολογημένα και τοποθετημένα πάνω σε ξύλο, είτε πανιά βαμμένα, σχοινιά, φωτιστικοί λαμπτήρες, κ.α. Το αποτέλεσμα και όχι η τιμή κατά μέτρο ή κατά κυβικό του υλικού είναι που πρέπει να μετριέται σε τέτοιες περιπτώσεις. Και αποτέλεσμα σήμερα δεν θεωρείται μόνο η αισθητική συγκρότηση ενός έργου, το αν δηλαδή στηρίζεται σε σωστούς άξονες και υπακούει σε αρμονικές χρωματικές κλίμακες, αλλά επίσης και η ικανότητά του να μεταδώσει στον θεατή μια ιδέα για τον κόσμο και για το περιβάλλον μας που έχει σχηματίσει, σαν άτομο σκεπτόμενο, ο δημιουργός του. Ιδέα άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική, με αιχμές κατά του κοινωνικού συστήματος ή με παραδοχή του ισχύοντος status quo, με σαρκαστική διάθεσή απέναντι στην τεχνολογία ή με ανυπόκριτο θαυμασμό γι’ αυτήν, με σατιρικές αναδρομές στο πρόσφατο παρελθόν ή με εξεζητημένες ωραιοποιήσεις του ώστε να θυμίζει απολεσθέντα παράδεισο και με άλλες πολλές κατευθυντήριες σκέψεις που στον χώρο της τέχνης τις συναντάμε με διάφορες ονομασίες.

 

Η φρόνηση, ωστόσο, απ’ την άλλη μεριά, απαιτεί να μη δίνουμε υπέρμετρη σημασία στο «μήνυμα» του έργου, ούτε και να προσπαθούμε να το κατατάξουμε στο άλφα ή το βήτα από τα πενήντα τόσα κινήματα που εμφανίστηκαν μεταπολεμικά στην τέχνη. Προβληματισμένοι φιλοσοφικά ήταν πάντοτε οι καλλιτέχνες, σε όλες τις εποχές. Ήταν μήπως ανύποπτος ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι για το τι θα επακολουθούσε στον κόσμο μετά την εμφάνιση της τεχνολογίας που προφήτευσε; Ή ήταν λιγότερο οργισμένος ο Ντελακρουά μαθαίνοντας τα όσα συνέβαιναν τότε στην επαναστατημένη Ελλάδα από όσο οι σημερινοί καλλιτέχνες για τα αντίστοιχα που διαδραματίζονται σε άλλα σημεία του πλανήτη μας;  ?ρα δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό το «μήνυμα» που πρέπει να μας συνεπαίρνει, αλλά ο βαθμός στον οποίο ο καλλιτέχνης-πομπός που μας το μεταδίδει κατάφερε, περνώντας το μέσα από διαδοχικά φίλτρα, να το μετουσιώσει σε τέχνη. Καιρός όμως να σταματήσει ο επισκέπτης την ανάγνωση αυτού του κειμένου και απαλλαγμένος όσο πιο πολύ μπορεί από θεωρίες και από τεχνοϊστορικές αναλύσεις, να γνωρίσει και να χαρεί το θέαμα που του προσφέρεται.

 

 

Φραντζής Κ. Φραντζεσκάκης, Διευθυντής του περιοδικού «Ζυγός».